θρυψαλιάζω

θρυψαλιάζω
ufalamak

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θρυψαλιάζω — ιασα, ιάστηκα, θρυψαλιασμένος, η, ο, μτβ., μεταβάλλω σε θρύψαλα, σε συντρίμματα, θρυμματίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”